Η μαγική συνταγή στη ζωή μας είναι οι στιγμές. Ο ελάχιστος χρόνος εντός του οποίου κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι, που φερόμαστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, που παίρνουμε αποφασεις που μας σημαδεύουν μια ζωή. Οι στιγμές είναι τα χρονικά σημεία που όλη μας η ζωή περνάει από μπροστά μας και εμείς πρέπει να κάνουμε κάτι. Κάτι άμεσο και σημαντικό.
Φθινόπωρο ή χειμώνας του 1987. Μια παρέα νεαρών αγοριών και κοριτσιών στο λεωφορείο. Ήρεμα παιδιά. Έχουν μια χημεία μεταξύ τους. Τους ενώνουν έξι χρόνια στο σχολείο. Μαζί στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Καλή παρέα. Τα μάτια τους παίζουν πολλά παιχνίδια. Κανείς τους δε μπορεί να φανερώσει ότι νιώθει για τους άλλους. Αυτό όμως που ξέρουν όλοι τους κι ας μην έχει ειπωθεί ποτέ, είναι ο έρωτας, η λατρεία, που ένα αγόρι της παρέας τρέφει για ένα κορίτσι. Δυνατό συναίσθημα. Περίπλοκο και ζωντανό. Όμως ποτέ δεν της το έχει πεί. Ούτε με λόγια ούτε με πράξεις, με κανένα τρόπο. Φτάνουν στη στάση που θα κατέβουν για να πάνε σ' ένα μπαράκι στα Εξάρχεια. Το αγόρι πλησιάζει το κορίτσι που πάει να πέσει από το ξαφνικό φρενάρισμα του λεωφορείου και το πιάνει από τη μέση για να το στηρίξει. Το κορίτσι καταλαβαίνει ότι είναι ασφαλές και γυρνάει με παράπονο και νόημα στο αγόρι και του ψιθυρίζει:"Α ρε Κώστα!".
Θεσσαλονίκη, καλοκαιράκι. Μια όμορφη νύχτα με ένα γλυκό αεράκι. Σ' ένα εποχιακό μπαράκι στο λιμάνι με χαλαρή μουσική ένας άντρας και μια γυναίκα, γύρω στα τριανταπέντε συζυτούν και τα πρόσωπά τους λάμπουν. Έχουν μια παράξενη χημεία, ένα σύνδεσμο, μια σχέση ιδιαίτερη. Η κουβέντα τους είναι ήρεμη μα ζωτανή. Μιλάνε για τους εαυτούς τους. Όσο μπορούν να μιλήσουν γιατί είναι και οι δύο αρκετά "κλειστοί" τύποι. Σε κάποια στιγμή η κοπέλλα ρωτάει: "Εμένα πως με βλέπεις;" Ο άντρας πανικοβάλλεται. Δεν περίμενε τέτοια ερώτηση. Όμως δεν το δείχνει. Συνεχίζει να έχει το ίδιο ύφος που είχε και πριν. Ο πανικός μέσα του είναι προφανής. Τον έχει σαρώσει και δεν μπορεί να σκεφτεί. Τι ήταν αυτό; Τι να πεί; Την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή τον γλιτώνει η κοπέλλα με ένα βλέμα πολύ παρακλητικό. "Θα μου πείς;" "Είσαι πολύ ιδιαίτερη, πολύ ξεχωριστή. Σε εκτιμώ πάρα πολύ." Τρίχες. Ο πανικός αρχίζει και υποχωρεί. Ξαναπαίρνει το γνωστό ήρεμο μπλαζέ ύφος του "δε συμβαίνει τίποτα". Η κοπέλλα χάνεται. Δεν την περίμενε αυτή την απάντηση. Τουλάχιστον τίποτα δεν την προϊδέαζε για κάτι τέτοιο. Μαρμαρώνει. Και περιμένει τη συνέχεια. Το ξέρει ότι είναι παράξενος τύπος, όμως τον αισθάνεται τόσο κοντά της, τόσο δικό της. Του έχει δείξει πολλά από τον εαυτό της και δε μπορεί να τα πάρει πίσω. Είναι τόσο μόνη, τόσο ευάλλωτη και όλες τις οι ευαισθησίες θαμένες βαθιά στα τάρταρα μιας βασανισμένης ψυχής, μιας στυγνής πραγματικότητας που έχει επιβάλλει στη ζωή της. Ο άντρας αρχίζει και της μιλάει για το σύντροφό της, για τη σχέση που έχει μαζί του. Η κοπέλλα δακρύζει. Αισθάνεται την απόρριψη, την απάθεια, την απρόσμενη εξέλιξη που είχε η ερώτηση της. Εκείνος πολύ ευγενικά, πολύ τρυφερά και με τρόπο της σκουπίζει τα δάκρυα από τα δροσερά μάγουλα της με απάλες κινήσεις με τα δάκτυλά του. Θέλει να της πάρει τον πόνο που μόλις της δημιούργησε. Όμως είναι αργά. Εκείνη δεν τον κοιτάζει πιά. Περιμένει υπομονετικά να τελειώσει το μονόλογό του. Σηκώνει αργά το κεφάλι της και από μέσα της τον παρακαλεί, "σταμάτα". Ο άντρας το καταλαβαίνει και αλλάζει την κουβέντα ρωτώντας "εσύ εμένα πως με βλέπεις" με έναν ηλίθιο τρόπο και με ύφος αυστηρό και απόλυτο για να προκαθορίσει την απάντηση. Παίρνει αυτό που περίμενε. Την αγνοεί για λίγα λεπτά, για να ανασυνταχθεί κι εκείνη τον παρακαλεί να φύγουν. Φεύγουν. Πηγαίνουν για ύπνο. Τι ίδιο βράδυ τη σκεφτόταν συνέχεια. Δε μπορούσε να πιστέψει ότι της αρνήθκε αυτό που ζητούσε. Μια αγκαλιά. Λίγη αγάπη. Πέρασε αρκετά βράδια να τη σκέφτεται, να την αναζητάει. Όμως η στιγμή του έφυγε. Πέρασε αρκετός καιρός από τότε και δεν του δόθηκε καμία ευκαιρία για να την ξαναζήσει, για να ξαναδεί αυτό το φώς στα μάτια της, αν και την έβλεπε συχνά. Δεν τολμούσε να παραδεχτεί ότι εκείνη τη στιγμή την ερωτεύτηκε. Θέλησε να της το πεί κάποια φορά, αλλά το μόνο που τόλμησε ήταν να της πεί βλακωδώς πόσο την εκτιμάει. Σαν να ήταν εκτιμητής πολυτίμων μετάλλων. Φοβήθηκε πολύ. Έτσι, μάλλον δεν θα της πεί ποτέ πόσο πολύ ερωτευμένος ήταν μαζί της, πόσο πολύ θα ήθελε να ζήσουν τη μαγεία του έρωτα μαζί, πόσο πολύ θα ήθελε να γίνουν ένα, έτσω και για στιγμή.
Saturday, March 3, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment